ἀστεῖος — of the town masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστείος — α, ο (AM ἀστεῖος, α, ον και ος, ον) 1. (για λόγο) ο έξυπνος, ο ευτράπελος 2. (για πρόσ.) ο ευχάριστος, ο ευφυολόγος νεοελλ. 1. ο μηδαμινός, ο ασήμαντος («αστείο κέρδος») 2. το ουδ. ως ουσ. το ευφυολόγημα, το χωρατό, η εξυπνάδα αρχ. 1. ο… … Dictionary of Greek
ἀστεῖον — ἀστεῖος of the town masc acc sg ἀστεῖος of the town neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστείω — Ἄστειος masc nom/voc/acc dual Ἄστειος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεῖα — ἀστεῖος of the town neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεῖαι — ἀστεῖος of the town fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεῖε — ἀστεῖος of the town masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεῖοι — ἀστεῖος of the town masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστείοις — Ἄστειος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστείοισιν — Ἄστειος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)